- αλωπεκοτροφείο
- τοχώρος, στον οποίο εκτρέφονται αλεπούδες προς εκμετάλλευση τών γουναρικών τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλώπηξ* -εκος + -τροφεῖον < -τρόφος < ρ. τρέφω, πρβλ. γαλλ. feme de renards].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.